16 Απριλίου 2022

Τι είναι η Αστυνομική Λογοτεχνία


Του Παναγιώτη Πλαφουτζή

Τι είναι αυτό που μας αρέσει στην Αστυνομική Λογοτεχνία; Γιατί μας συνεπαίρνει η ανάγνωση ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, μιας ιστορίας μυστηρίου που μπορεί να περιλαμβάνει αποτρόπαια εγκλήματα και αιματηρές περιγραφές γεγονότων;
Για αρχή, ας προσπαθήσουμε να διευκρινίσουμε τι περιλαμβάνει ο συγκεκριμένος όρος και πώς δημιουργήθηκε αυτό το λογοτεχνικό είδος.
Η Αστυνομική Λογοτεχνία, λοιπόν, είναι εκείνο το είδος του πεζού λογοτεχνικού λόγου όπου, μέσα από την μυθοπλασία, εξερευνώνται οι σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης κοινωνίας που έχουν να κάνουν με το έγκλημα, τη διάπραξη και την ανακάλυψή του. Δεν υπάρχει περιορισμός στο είδος του εγκλήματος και οι συγγραφείς χρησιμοποιούν για την έμπνευσή τους είτε αληθινά εγκλήματα, τα οποία τα παρουσιάζουν με κάποιες παραλλαγές, είτε φανταστικά εγκλήματα, που αν και δεν διαπράχθηκαν ποτέ, εντούτοις θα μπορούσαν. Συνήθως, πρωταγωνιστής σε αυτές τις ιστορίες είναι κάποιος αντιπρόσωπος του νόμου, ενώ ο σκοπός και ο στόχος είναι να ανακαλυφθούν οι υπαίτιοι αλλά και τα κίνητρα που τους οδήγησαν στη διάπραξη του εγκλήματος. Εκτός από τους τύπους των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων (ο καλός αστυνομικός και ο κακός εγκληματίας), βασικά χαρακτηριστικά ενός αστυνομικού μυθιστορήματος είναι η ερευνητική σκέψη, το μυστήριο και η αγωνία, τα οποία είναι συνεχώς παρόντα.
Μια από τις πιο συνηθισμένες «συνταγές» στη συγγραφή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος είναι η εξής: Καταρχάς, πρωταγωνιστούν ένα θύμα, ένας δολοφόνος, οι ύποπτοι και ο αστυνομικός ή ντετέκτιβ που καλείται να λύσει την υπόθεση. Όλα αυτά τα πρόσωπα περιβάλλονται από ένα συγκεκριμένο χώρο, συνήθως μια κλειστού τύπου κοινωνία με εσωτερική συνοχή, μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ηρεμία και μακαριότητα και της οποίας τα ήρεμα νερά έρχεται να ταράξει το έγκλημα. Αντίθετα από τον χώρο, ο χρόνος σπάνια προσδιορίζεται. Το έγκλημα, ο φόνος κτλ, φαίνεται να είναι εντελώς αταίριαστος και ξένος με το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιλέγεται να παρουσιαστεί. Έτσι, δημιουργεί μια προσωρινή κρίση η οποία θα παραμείνει, φέρνοντας αναστάτωση στον κύκλο των χαρακτήρων που παρουσιάζονται. Όλα θα εξομαλυνθούν με την διαλεύκανση της υπόθεσης, η λύτρωση θα επέλθει και η αθωότητα θα εδραιωθεί και πάλι, καθώς η κοινωνία επιστρέφει στους κανονικούς της ρυθμούς...


Το πιο παλιό γνωστό κείμενο που κατατάσσεται στην κατηγορία της αστυνομικής λογοτεχνίας, θεωρείται το διήγημα «Τα τρία μήλα», μια από τις ιστορίες των Αραβικών ιστοριών «Χίλιες και μια νύχτες». Σε αυτό το διήγημα, ένας ψαράς βρίσκει ένα βαρύ κλειδωμένο σεντούκι κατά μήκος του ποταμού Τίγρη και το πουλά στον χαλίφη των Αββασίδων, Χαρούν Αλ-Ρασίντ, ο οποίος στη συνέχεια ανοίγει το σεντούκι και ανακαλύπτει ένα κομματιασμένο πτώμα. Ο χαλίφης διατάζει τον βεζίρη του να ανακαλύψει τον ένοχο μέσα σε τρεις μέρες, ή να εκτελεστεί εάν αποτύχει στην αποστολή του! Η ιστορία αυτή έχει χαρακτηριστεί ως ιστορία μυστηρίου, με πολλαπλές ανατροπές πλοκής.
Δύο ακόμη ιστορίες από τις «Χίλιες και μια νύχτες», περιέχουν δύο από τους πρώτους φανταστικούς ντετέκτιβ, που αναζητούν στοιχεία για να πιάσουν και να καταδικάσουν έναν εγκληματία, ενώ σε μία από αυτές ο πρωταγωνιστής ντετέκτιβ παρουσιάζει τα στοιχεία σε ένα δικαστήριο.
Επίσης και η Κίνα έχει δώσει ιστορίες αστυνομικής λογοτεχνίας με την λεγόμενη «Μυθοπλασία του Γκονγκ-αν» (Gong'an fiction), με δικαστές να εξερευνούν εγκλήματα. Πιο γνωστές ιστορίες είναι αυτές του δικαστή Μπάο (Judge Bao) του 16ου αιώνα και του δικαστή Ντι (Judge Dee) του 18ου αιώνα.
Όμως, το είδος που αναφέρουμε σήμερα σαν αστυνομική λογοτεχνία, είναι αυτό που άρχισε να δημιουργείτε τον 19ο αιώνα, όταν στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γαλλία θεσμοθετείται ο ρόλος της αστυνομίας κατά του εγκλήματος. Τότε κατατάσσουμε στο είδος κάποια πρώιμα δείγματα, όπως την παλαιότερη γνωστή σύγχρονη αστυνομική ιστορία, τη νουβέλα "Mademoiselle de Scudéri", του E. T. A. Hoffmann (1819). Επίσης, τα "The Rector of Veilbye" του Δανού συγγραφέα Steen Steensen Blicher (1829) και "The Knife", της Letitia Elizabeth Landon (1832).


Αυτό που θεωρείται ως το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το «Οι φόνοι της οδού Μοργκ», του Έντγκαρ Άλλαν Πόε (1841). Αν και αποτέλεσε την αφετηρία της αστυνομικής λογοτεχνίας, χρειάστηκαν περίπου εξήντα χρόνια έως ότου θεσπιστεί ως ένα ξεχωριστό είδος μυθιστορήματος. Ο Πόε έγραψε κι άλλες ιστορίες που κατατάσσονται στην ίδια κατηγορία, με πρωταγωνιστή τον λαμπρό και εκκεντρικό ντετέκτιβ Σ. Ογκίστ Ντιπέν, πρόδρομο του Σέρλοκ Χολμς του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ: «Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ» (1842) και «Το κλεμμένο γράμμα» (1844). Με τις ιστορίες του Ντιπέν, ο Πόε παρείχε το πλαίσιο για την κλασική αστυνομική ιστορία. Ο ανώνυμος σύντροφος του ντετέκτιβ είναι ο αφηγητής των ιστοριών και ένα πρωτότυπο για τον χαρακτήρα του Δρ. Γουάτσον σε μεταγενέστερες ιστορίες του Σέρλοκ Χολμς.
Το 1852 ο Κάρολος Ντίκενς αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες το μυθιστόρημά του «Ο ζοφερός οίκος», (για πολλούς, το καλύτερο έργο του), το οποίο εκτός από μια επίθεση-διαμαρτυρία προς την αγγλική δικαιοσύνη, περιλαμβάνει έναν φόνο και μια ιστορία μυστηρίου. Το έργο θεωρείται από τα πρώτα αστυνομικά μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας. Ο ντετέκτιβ είναι ο κύριος Μπάκετ, ένας προσηνής άνθρωπος, ένα λαγωνικό που βρίσκει τον ένοχο ενός αποτρόπαιου εγκλήματος. Ο Ντίκενς δημιουργεί ψεύτικες ενδείξεις στη δευτερεύουσα πλοκή και για να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον τις παρουσιάζει στο τέλος δύο συνεχειών, δημιουργώντας σασπένς και αδημονία στους αναγνώστες. Το έργο δημοσιευόταν σε συνέχειες, μια δημοφιλή τακτική της εποχής εκείνης. Τα μυθιστορήματα δημοσιεύονταν σε περιοδικά ή εφημερίδες σε επεισόδια, πριν κυκλοφορήσουν σε μορφή βιβλίου. Η βελτιωμένη τυπογραφία, το φθηνότερο χαρτί και η ανάπτυξη των σιδηροδρόμων, μαζί με την αύξηση του αλφαβητισμού, συνέβαλλαν στην ανάδυση της μυθοπλασίας σε συνέχειες. Βέβαια, σε αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο και η τιμή. Οι αναγνώστες ήταν πιο πρόθυμοι και τους ήταν ευκολότερο να πληρώνουν ανά επεισόδιο, παρά να αγοράζουν ένα ολοκληρωμένο ακριβό βιβλίο. Η μυθοπλασία σε συνέχειες συνέβαλε στη ραγδαία αύξηση του αριθμού των τακτικών αναγνωστών.
Αργότερα, γράφτηκε το επιστολικό μυθιστόρημα του Wilkie Collins "The Woman in White" (1860), ενώ το «Φεγγαρόπετρα» (1868) θεωρείται ότι είναι το αριστούργημά του και το πρώτο μεγάλο αστυνομικό μυθιστόρημα στα αγγλικά. Το "Monsieur Lecoq" (1868) του Γάλλου συγγραφέα Émile Gaboriau έθεσε τις βάσεις για τον μεθοδικό, επιστημονικά σκεπτόμενο ντετέκτιβ.
Η εξέλιξη των ιστοριών μυστηρίου με κλειδωμένα δωμάτια ήταν ένα από τα ορόσημα στην ιστορία του είδους, δημιουργώντας ένα ξεχωριστό υποείδος. Τα μυστήρια του Σέρλοκ Χολμς, του Ντόιλ, λέγεται ότι ήταν τα μοναδικά υπεύθυνα για την τεράστια δημοτικότητα αυτού του είδους. Πρόδρομός τους ήταν ο Paul Féval, του οποίου η σειρά "Les Habits Noirs" (1862–67) παρουσιάζει ντετέκτιβ της Σκότλαντ Γιαρντ και εγκληματικές συνωμοσίες. Το αστυνομικό μυθιστόρημα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις του 19ου αιώνα ήταν το "The Mystery of a Hansom Cab" (1886) του Fergus Hume, που διαδραματίζεται στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.


Όπως τα έργα πολλών άλλων σημαντικών συγγραφέων μυθοπλασίας της εποχής του, οι ιστορίες του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ για τον Σέρλοκ Χολμς εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε μορφή συνεχειών στο μηνιαίο περιοδικό "Strand" στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η σειρά προσέλκυσε γρήγορα ένα ευρύ και παθιασμένο κοινό και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και όταν ο Ντόιλ σκότωσε τον Χολμς στο «Τελικό Πρόβλημα», η δημόσια κατακραυγή ήταν τόσο μεγάλη και οι προσφορές για δημοσίευση περισσότερων ιστοριών τόσο ελκυστικές, που αναγκάστηκε απρόθυμα να τον αναστήσει.
Η αυγή του 20ού αιώνα χαρακτηρίστηκε από ένα σχεδόν παγκόσμιο κύμα αισιοδοξίας, καθώς θεωρήθηκε πολιτισμικό σημείο καμπής, μετά τον πεσιμισμό των τελών του 19ου αιώνα, ένα σημαντικό βήμα προς μια πιο ζωντανή, μοντέρνα εποχή. Η βιομηχανοποίηση και η δημιουργία αυτοκρατοριών είχαν φέρει ευημερία, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο και μαζί την ελπίδα για δημιουργία μιας καλύτερης, δικαιότερης κοινωνίας. Ταυτόχρονα, νέες επιστημονικές ιδέες, όπως η έννοια του ασυνείδητου του Φρόιντ και η θεωρία της σχετικότητας του Άλμπερτ Αϊνστάιν, επηρέασαν τον τρόπο που οι άνθρωποι έβλεπαν τον εαυτό τους και τον κόσμο.
Όμως, ο νέος αιώνας αποδείχθηκε ταραχώδης, καθώς οι ελπίδες για το μέλλον αρχικά διαψεύστηκαν από τη λαίλαπα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα, μετά από μια σύντομη περίοδο αβεβαιότητας, από την παγκόσμια οικονομική ύφεση και την άνοδο του ναζισμού και του φασισμού, που οδήγησε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εντούτοις, η εμπορική λογοτεχνία άνθησε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και το αστυνομικό μυθιστόρημα κέρδισε τεράστια μερίδα των αναγνωστών. Μετά τους Κόλινς, Πόε και Ντόιλ, ακολούθησε μια σειρά ιδιωτικών ερευνητών, τους οποίους σύστησαν στο κοινό συγγραφείς όπως η Βρετανίδα Αγκάθα Κρίστι (Μις Μαρπλ και Ηρακλής Πουαρό) και ο Ρέιμοντ Τσάντλερ (Φίλιπ Μάρλοου).


Στην Ιταλία, οι πρώτες μεταφράσεις αγγλικών και αμερικανικών αστυνομικών ιστοριών και τοπικών έργων εκδόθηκαν σε φθηνά έντυπα με κίτρινα εξώφυλλα, έτσι το είδος βαφτίστηκε με τον όρο libri gialli ή κίτρινα βιβλία. Το είδος τέθηκε εκτός νόμου από τους φασίστες κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά είχε μια έκρηξη σε δημοτικότητα μετά τον πόλεμο, ιδιαίτερα επηρεασμένο από την αμερικανική σκληρή σχολή αστυνομικής λογοτεχνίας. Εμφανίστηκε μια ομάδα Ιταλών συγγραφέων οι οποίοι δημιούργησαν ένα είδος μεταμοντέρνου μυθιστορήματος, στο οποίο οι ντετέκτιβ δεν είναι τέλειοι και αψεγάδιαστοι χαρακτήρες, τα εγκλήματα είναι συνήθως άλυτα και οι ενδείξεις αφήνονται στον αναγνώστη να τις αποκρυπτογραφήσει. Οι πιο διάσημοι από αυτούς τους συγγραφείς είναι ο Λεονάρντο Σκιάσια, ο Ουμπέρτο Έκο και ο Κάρλο Εμίλιο Γκάντα.
Στην Ελλάδα, κατά τον 19ο αιώνα γεννήθηκε ο όρος παραλογοτεχνία. Την περίοδο εκείνη τα αστικά κέντρα δέχονταν μαζική προσέλευση πολιτών, κυρίως από αγροτικές περιοχές, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε ανάπτυξη του πνευματικού επιπέδου των πολιτών. Αποτέλεσμα της μεγάλης αναγνωστικής ζήτησης ήταν η εισαγωγή μεταφρασμένων μυθιστορημάτων από το εξωτερικό. Η παραλογοτεχνία και τα έντυπα αυτής, έθρεψαν ένα πεινασμένο αναγνωστικό κοινό, θέτοντας τις βάσεις για την λογοτεχνική ωρίμανση της χώρας.
Το πρώτο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα θεωρείται ότι είναι το έργο «Το έγκλημα στο Ψυχικό», το οποίο γράφτηκε το 1928 από τον Παύλο Νιρβάνα. Ένας από τους πρώτους Έλληνες συγγραφείς λαϊκών αστυνομικών μυθιστορημάτων ήταν και ο Αριστείδης Κυριακού, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης κατά την περίοδο της Κατοχής. Η Κατοχή της Ελλάδας από τους Γερμανούς δεν επέτρεψε την ανάπτυξη του λογοτεχνικού είδους με αποτέλεσμα να μην υπάρξουν νέες δημοσιεύσεις για πολλά χρόνια.


Μεταπολεμικά, η πληθώρα των λεγόμενων παραλογοτεχνικών εντύπων, όπως τα περιοδικά "Μάσκα" και "Μυστήριον", βοήθησε στην περεταίρω ανάπτυξη λογοτεχνικών ειδών όπως το αστυνομικό. Αρχικά δημοσιεύονταν μεταφρασμένες οι ιστορίες αντίστοιχων εντύπων του εξωτερικού, με ήρωες όπως ο Άλαν Πίνκερτον, ο Λέμι Κόσιον, η Νυχτερίδα, ο Σέρλοκ Χολμς, ο Ηρακλής Πουαρό, ο Ντετέκτιβ Χ, ο Λωποδύτης–Φάντασμα, η Αράχνη, ο Σάιμον Τέμπλαρ κ.α. Όταν μετά από λίγο καιρό οι πρωτότυπες ιστορίες τελείωναν, οι μεταφραστές τους ντύνονταν τον μανδύα του συγγραφέα και έγραφαν καινούριες ιστορίες με τους ίδιους ήρωες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να έχουν δημοσιευθεί πολλές δεκάδες ιστοριών κάποιων ηρώων, των οποίων οι αρχικοί ξένοι συγγραφείς είχαν γράψει τόσες που μπορούσαν να μετρηθούν στα δάχτυλα. Ταυτόχρονα, με αυτή την τακτική «εκπαιδεύτηκαν» πολλοί σπουδαίοι Έλληνες συγγραφείς που μας έχουν αφήσει πραγματικά ένα τεράστιο έργο. Το άσχημο είναι ότι δύσκολα μπορούν να ταξινομηθούν όλες αυτές οι ιστορίες, καθώς κανείς δεν υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα αλλά με το όνομα του ξένου συγγραφέα που υποτίθεται ότι μετέφραζαν. Ανάμεσα σε αυτούς τους συγγραφείς ξεχώρισαν οι Απόστολος Μαγγανάρης, Γιώργος Μαρμαρίδης, Πότης Στρατίκης, Στέλιος Ανεμοδούρας, Ειρήνη Καλκάνη, Ηλίας Μπακόπουλος, Ανδρόνικος Μαρκάκης, Τζίμμυ Κορίνης κ.α.
Αργότερα, άρχισαν να κυκλοφορούν όλο και περισσότερα βιβλία με αστυνομικά μυθιστορήματα, από συγγραφείς όπως ο Νίκος Μαράκης, ο Γιάννης Μαρής, ο Γιάννης Β. Ιωαννίδης, η Αθηνά Κακούρη, ο Τζίμμυ Κορίνης, ο Πέτρος Μαρτινίδης, ο Ανδρέας Αποστολίδης κ.α.
Πλέον, σήμερα, το είδος ευδαιμονεί παγκοσμίως αλλά και στην Ελλάδα και σπουδαίοι συγγραφείς μας παρουσιάζουν κάθε χρόνο καταπληκτικά έργα. Η παραγωγή είναι πραγματικά μεγάλη και το επίπεδο πολύ υψηλό, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης που επισκέπτεται ένα βιβλιοπωλείο, να έχει πληθώρα επιλογών και να μην ξέρει τι να διαλέξει.


Και φτάνουμε πάλι στο αρχικό μας ερώτημα. Τι είναι αυτό που μας αρέσει στην Αστυνομική Λογοτεχνία; Ποιοι είναι εκείνοι που επιλέγουν να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους κρατώντας ένα αστυνομικό μυθιστόρημα στο χέρι;
Ο κάθε αναγνώστης θα μπορούσε εδώ να αναλογιστεί και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Άλλωστε, το τι βιβλίο επιλέγω να διαβάσω ή γιατί το επιλέγω, είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση. Όμως, γενικότερα, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κάποιες πολύ σημαντικές πτυχές αυτής της αναζήτησης. Η αστυνομική λογοτεχνία, είναι ουσιαστικά ένα διανοητικό παιχνίδι. Οι συγγραφείς αστυνομικών βιβλίων έχουν στόχο να κατασκευάσουν ένα καλό επιτραπέζιο παιχνίδι πάνω στο χαρτί και μέσα από το κείμενό τους, προς τέρψη των αναγνωστών. Μια καλή αστυνομική ιστορία δεν αποτελεί παρά μια εκγύμναση του μυαλού, μια διανοητική πρόκληση, μέσω της τεχνικής του αινίγματος.
Το μυστήριο πάντα δημιουργούσε έντονα συναισθήματα στον άνθρωπο. Η αναζήτηση για τη λύση κάθε είδους μυστηρίου -ό,τι δεν μπορούσε να καταλάβει ή να εξηγήσει, βοήθησαν στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια. Άρα, είναι στη φύση μας να προσπαθούμε να λύσουμε μυστήρια, να ψάχνουμε λύσεις και απαντήσεις. Το στοιχείο του μυστηρίου σε μια γραπτή ιστορία είναι αυτό που μας δημιουργεί αγωνία και η αγωνία μας κάνει να γυρίζουμε τις σελίδες τη μία μετά την άλλη.
Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να παραβλέπουμε την ψυχολογική επίπτωση της ανάγνωσης ενός τέτοιου βιβλίου, καθώς δίνεται η δυνατότητα σε κάποιον να γίνει "μάρτυρας" εγκληματικών πράξεων, μέσω της ταύτισής του με τους πρωταγωνιστές της ιστορίας -είτε τον ερευνητή, είτε τον ίδιο τον δολοφόνο. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο που εξιτάρει πολλούς. Κάποιοι αρέσκονται στο να γίνονται κοινωνοί μιας εγκληματικής πράξης, χωρίς όμως να δέχονται οποιουδήποτε είδους κυρώσεις. Το να μπαίνεις για λίγο στο μυαλό ενός δολοφόνου και να βλέπεις πώς σκέφτεται, ποια είναι τα κίνητρά του, γιατί σχεδιάζει να κάνει το έγκλημα και πώς νιώθει όταν το πραγματοποιεί, δεν είναι και μικρό πράγμα... "Περπατάς" για λίγο σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια και αυτό έχει τη δική του γοητεία, μιας και οποιαδήποτε στιγμή μπορείς να ξεφύγεις από εκεί, κλείνοντας το βιβλίο.
Επίσης, αυτή η εξ αποστάσεως ασφαλής παρακολούθηση των γεγονότων, μας κάνει μάρτυρες σε όλη την πορεία της έρευνας, λαμβάνουμε μέρος σε κάθε πτυχή αυτής, με την αγωνία να αυξάνεται συνεχώς, όσο ο ερευνητής/αστυνομικός πλησιάζει στην ανακάλυψη του εγκληματία. Συνήθως, μάλιστα, προσπαθούμε να διαλευκάνουμε την υπόθεση πριν από εκείνον, δημιουργώντας έτσι μια παράξενη διαδραστική σχέση ανάμεσα σ' εκείνον κι εμάς.
Πολλοί θεωρούν ότι είναι λίγα τα λογοτεχνικά είδη που σου δημιουργούν τόσο έντονα συναισθήματα και τέτοια αυξανόμενη ένταση κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης.


Κι επειδή όλα αυτά δεν θα πάψουν ποτέ να μας αρέσουν, τα αστυνομικά μυθιστορήματα θα έχουν πάντα ένα μεγάλο μερίδιο στα ράφια με τα ευπώλητα των βιβλιοπωλείων.

Και καλές μας αναγνώσεις...


Πηγές:
-Βικιπαίδεια
-«Πτυχές του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα», Κοντοπίδου Άννα (2009)
-«Η λογοτεχνία με απλά λόγια», Κλειδάριθμος (2018)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου